στερεοῖ

στερεοῖ
στερεόω
make firm
pres ind mp 2nd sg
στερεόω
make firm
pres opt act 3rd sg
στερεόω
make firm
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στερεοί — στερεός firm masc nom/voc pl στερεόω make firm pres subj mp 2nd sg στερεόω make firm pres ind mp 2nd sg στερεόω make firm pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • αλευρόκοκκοι — οι Βοτ. στερεοί, κυρίως σφαιρικοί ή ωοειδείς κόκκοι, που αποτελούνται από πρωτεϊνικές ουσίες και βρίσκονται αποκλειστικά ως έγκλειστα μέσα σε χυμοτόπια τών κυττάρων τών ανώτερων φυτών …   Dictionary of Greek

  • πυροβιτουμένια — τα, Ν (πετρογρ.) φυσικοί στερεοί υδρογονάνθρακες που διακρίνονται από τα βιτουμένια επειδή έχουν υψηλό σημείο τήξης και είναι αδιάλυτοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrobitumen < pyro (< πυρ) + bitumen (πρβλ. βιτουμένια)] …   Dictionary of Greek

  • τριανταφυλλιά — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ροδή, της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα)· πλήθος ποικιλίες και παραλλαγές των φυτών αυτών καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι ένα γένος πολύ πλούσιο σε είδη και γίνεται συνεχώς πλουσιότερο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”